μαζωχτός

μαζωχτός
-ή, -ό (Μ μαζωχτός και μαζωτός, -ή, -όν) [μαζώνω]
μαζεμένος, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος
νεοελλ.
1. συνεσταλμένος, συσπειρωμένος
2. τακτοποιημένος
μσν.
ατελώς ανεπτυγμένος.
επίρρ...
μαζωχτά
μαζί, από κοινού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαζωχτός — ή, ό 1. συγκεντρωμένος, μαζεμένος: Οι εργάτες έφυγαν μαζωχτοί από το εργοστάσιο. 2. συνεσταλμένος: Τον λυπήθηκα έτσι μαζωχτό που τον είδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάζωχτος — η, ο βλ. αμάζευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + μαζωχτός < μαζώχνω, παράλλ. τ. τού ρήμ. μαζώνω] …   Dictionary of Greek

  • ασυμμάζευτος — και μάζωχτος και μαζωτος, η, ο 1. αμάζευτος, ασύναχτος 2. ακατάστατος, απεριποίητος, ασυγύριστος 3. αυτός που δεν μπορεί να περιοριστεί, ο ασυγκράτητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”