- μαζωχτός
- -ή, -ό (Μ μαζωχτός και μαζωτός, -ή, -όν) [μαζώνω]μαζεμένος, συγκεντρωμένος, συναθροισμένοςνεοελλ.1. συνεσταλμένος, συσπειρωμένος2. τακτοποιημένοςμσν.ατελώς ανεπτυγμένος.επίρρ...μαζωχτάμαζί, από κοινού.
Dictionary of Greek. 2013.